φύρῃς — φύ̱ρῃς , φύρω mix aor subj act 2nd sg φύ̱ρῃς , φύρω mix pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοφυρής — μιλτοφυρής, ές (Α) αναμεμιγμένος με μίλτο, με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + φυρής (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. χερι φυρής] … Dictionary of Greek
σιδηροφύρης — και σιδηρόφυρος, ο, Ν (αστρον. ορυκτ.) λιθοσιδηρομετεωρίτης που περιέχει 50% σιδηρονικέλιο, 35% βρονζίτη και 15% τριδυμίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siderophyre < σίδηρος + φύρης (< πορ φύρης, πρβλ. πορφύρα)] … Dictionary of Greek
χεριφυρής — ές, Α ζυμωμένος με τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέριον + φυρής (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. μιλτο φυρής] … Dictionary of Greek
SELLEIS — fluv. Peloponnesi ex Pholoe monte in Arcadia profluens, ac inter Chelonatem promont. et Cyllenen urbem, in Ionium mate delabens. Homer. Il. ε. v. 531. Ἤγαγεν ἐξ Ε᾿φύρης ποταμοῦ ἀπὸ Σελλήεντος … Hofmann J. Lexicon universale